- κέρκουρος
- ο (Α κέρκουρος και κερκοῡρος και κέρκυρος και πληθ. κέρκυρα, τά). νεοελλ.1. είδος μικρού ιστιοφόρου πλοίου.2. (στο παρελθόν) ελαφρό και ταχύπλοο πολεμικό πλοίο που χρησιμοποιούνταν από το σώμα τής αστυνομίας τών ακτώναρχ.1. (κυρίως στην Κύπρο) μικρό και ελαφρό πολεμικό πλοίο («τριηκόντοροι και πεντηκόντοροι και κέρκουροι», Ηρόδ.)2. είδος θαλάσσιου ψαριού3. πάπ. είδος πλοιαρίου που χρησιμοποιούσαν για τη διάβαση τού Νείλου4. (ως θηλ. κύρ. όν.) ἡ Κέρκουροςαρχαία ονομασία τής λίμνης τού Αχινού.[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρκος + ουρά «οπίσθιο μέρος». Έχει υποστηριχθεί και η σημιτ. προέλευση τής λ.].
Dictionary of Greek. 2013.